λαμπηδων

λαμπηδων
    λαμπηδών
    -όνος ἥ сияние, блеск
    

(ὀφθαλμῶν Diod.; χαλκοῦ Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "λαμπηδων" в других словарях:

  • λαμπηδών — λαμπηδών, όνος, ἡ (AM) βλ. λαμπηδόνα …   Dictionary of Greek

  • λαμπηδών — lustre fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπηδόν — λαμπηδών lustre fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπηδόνα — λαμπηδών lustre fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπηδόνας — λαμπηδών lustre fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπηδόνε — λαμπηδών lustre fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπηδόνες — λαμπηδών lustre fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπηδόνι — λαμπηδών lustre fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπηδόνος — λαμπηδών lustre fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπηδόνων — λαμπηδών lustre fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπηδόσι — λαμπηδών lustre fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»